Ο στραγγαλισμός της Ελλάδας από τα μπλόκα των αγροτών για πολλοστή φορά, με όλα τα προβλήματα που δημιουργεί σε κάθε άλλη κοινωνική ομάδα, είναι ενδεικτικός της υπερβολής με την οποία έχουμε μάθει να διεκδικούμε το δίκιο μας. Τώρα που η χώρα βουλιάζει στην κινούμενη άμμο του χρέους, η κάθε θεαματική κινητοποίηση προκαλεί ζημιά δυσανάλογα μεγάλη με τα επιμέρους κέρδη. Η χώρα δίνει την εντύπωση ότι δεν διαθέτει την αναγκαία συνοχή για να ξεπεράσει τα προβλήματά της, ότι η μάχη έχει χαθεί. Και είμαστε γεμάτοι τέτοιες εικόνες: πρώτα με τους λιμενεργάτες του Πειραιά, σήμερα με τους αγρότες, αύριο με τους εφοριακούς και πάει λέγοντας.
Πώς γίνεται, όμως, η κάθε διεκδίκηση να ξεκινάει με τις πιο ακραίες κινητοποιήσεις –με απεργίες και οδοφράγματα– και όχι να καταλήγει εκεί ύστερα από μακρά προσπάθεια εκτόνωσης; Γιατί είναι όλοι έτοιμοι να αρπάξουν την κοινωνία (ο ένας τον άλλον, δηλαδή) από τον λαιμό; Ισως αυτή η περίεργη ανοχή προς την ακρότητα πηγάζει από τα πάρα πολλά χρόνια αντικοινωνικής συμπεριφοράς όλων μας – είτε είμαστε άτομα είτε ομάδες είτε πολίτες είτε αξιωματούχοι.
Οταν το σύστημα βασίζεται στην επιβράβευση «φίλων» και την κατατρόπωση «εχθρών», τότε αναπαράγει συνέχεια τη φαυλότητα και τη σύγκρουση. Χωρίς αίσθηση δικαιοσύνης και αξιοκρατίας, με τις πελατειακές σχέσεις να επικρατούν, γνωρίζουμε ότι είτε έχουμε δίκιο είτε όχι, ο μόνος τρόπος να πετύχουμε είναι να κάνουμε τόση φασαρία ώστε να αναγκαστούν οι κυβερνώντες να μας εισακούσουν. Οταν ανεχόμαστε την παραβατικότητα και την επιβραβεύουμε, τότε όλοι ωθούνται στην παράβαση για να πετύχουν τους στόχους τους – είτε καίγοντας μαγαζιά είτε παρκάροντας παράνομα. Γι’ αυτό δεν καταδικάζουμε ομόφωνα συμπεριφορές που μας βλάπτουν – τις έχουμε συνηθίσει. Κατά κάποιο τρόπο, τις έχουμε υιοθετήσει. Η συνέπεια είναι ένας πάνδημος θυμός, όπου όλοι είναι έτοιμοι για καβγά.
Ο διάλογος δεν λειτουργεί ως δικλίδα ασφαλείας, επειδή η έννοια έχει ευτελιστεί μέσα σε ατελείωτες αντιθέσεις, οι οποίες δεν οδηγούν σε συνθέσεις: όλοι εμμένουμε φανατικά στο δικό μας δίκιο και δεν βλέπουμε ποτέ αυτό του διπλανού. Ο διάλογος, δηλαδή, δεν είναι λύση, αλλά πόλεμος με άλλα μέσα – που στην καλύτερη περίπτωση δικαιολογεί μια ανακωχή.
Η κυβέρνηση φαίνεται ότι έχει αρχίσει να καταλαβαίνει πόσο κρίσιμη είναι η συγκυρία, αλλά βρίσκεται συνέχεια σε μάχη οπισθοφυλακής με ομάδες συμφερόντων και συμπεριφορές που διαμορφώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες. Την ώρα που η χώρα βάλλεται από το εξωτερικό –στις αγορές και σε αμέτρητα δημοσιεύματα– επιβάλλεται η ενότητα και προσήλωση σε κοινό σκοπό. Για να γίνει αυτό, όχι μόνο η κυβέρνηση αλλά όλη η πολιτική ηγεσία θα πρέπει να δείξει πρώτη τον δρόμο, επιδιώκοντας την ενότητα και κάνοντας ουσιαστικές θυσίες. Και μόνο αυτό δεν κάνει.