Τετάρτη

Με τη γλώσσα των συμφερόντων

Με τη γλώσσα των συμφερόντων

Του Αλεξη Παπαχελα

Είμαστε ένας βαθιά συναισθηματικός λαός και συχνά κάνουμε το λάθος να πιστεύουμε πως και η εξωτερική πολιτική μπορεί να χαράσσεται βάσει... συναισθημάτων. Εχουμε ακόμη την ψευδαίσθηση πως υπάρχει ένα ατέλειωτο απόθεμα φιλελληνισμού στη Γερμανία, στην Αμερική, στη Γαλλία στο οποίο μπορούμε να στηριζόμαστε όποτε τα βρίσκουμε δύσκολα. Ας τελειώνει αυτή η ψευδαίσθηση, δεν υπάρχουν φιλέλληνες και ανθέλληνες στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ ή την Καγκελαρία, αλλά υπηρεσιακοί παράγοντες οι οποίοι φροντίζουν πρωτίστως τα συμφέροντα της χώρας τους.

Κάποια στιγμή θα πρέπει δε να αντιληφθούμε πως κακώς περιμένουμε τον σωτήρα που θα μας σώσει από το δημοσιονομικό αδιέξοδο με την έκδοση του εωρο-ομολόγου ή τον Αμερικανό πρόεδρο που θα μας δώσει την ίδια σημασία με την Τουρκία. Ο Γερμανός φορολογούμενος δεν θα συναινέσει εύκολα στη στήριξη της Ελλάδος όταν διαπιστώνει τα καλοκαίρια πως πρόκειται για μια χώρα που δεν παράγει τίποτα, αλλά έχει εθιστεί σε ένα αφύσικα υψηλό επίπεδο ζωής. Αντιλαμβάνεται πως οι «Καγιέν» που κυκλοφορούν στην Ελλάδα είναι προϊόν κλοπών και μιζών από τα ατέλειωτα κοινοτικά πακέτα που ο ίδιος χρηματοδότησε με τους φόρους του. Ο Γερμανός αξιωματούχος πάλι ενδιαφέρεται να πουλήσει πολεμικά αεροσκάφη και ενοχλείται από τις συνεχείς υποσχέσεις που δεν αποκτούν ποτέ αντίκρισμα.

Οσο για τους Αμερικανούς έχουν πάρει το μήνυμα, με πολλούς τρόπους, πως δεν είναι ιδιαιτέρως καλοδεχούμενοι στην Ελλάδα και πως καμία –μη αυτοκτονική– κυβέρνηση δεν θέλει να «παίξει μαζί τους». Η Ελλάδα εμφανίζεται, στα μάτια τους, να «γκρινιάζει» για θέματα ήσσονος γεωπολιτικής σημασίας, χωρίς όμως να θέλει να δώσει και ανταλλάγματα για την αμερικανική στήριξη. Ο Ομπάμα, και ο κάθε Ομπάμα, διαβάζει τις σχετικές εισηγήσεις των υπηρεσιακών παραγόντων και επικεντρώνεται σε μια Τουρκία που έχει μείζονα γεωπολιτική σημασία, παίζει καταλυτικό ρόλο λόγω της θέσης της σε σχέση με το Ιράκ, το Ιράν και το Μεσανατολικό και που ξέρει να ξεχωρίζει τον αντιαμερικανισμό της από τις σοβαρές μπίζνες.

Πραγματικοί φιλέλληνες υπήρχαν όταν ήμασταν ο ξυπόλυτος λαός που τα έβαζε με μια άρρωστη παραπαίουσα αυτοκρατορία. Κανείς δεν μας παίρνει σοβαρά επειδή τυχαίνει να βρίσκεται ο Παρθενώνας στην πρωτεύουσά μας, τον οποίο μάλιστα φροντίζουμε να κρατάμε κλειστό με κάθε ευκαιρία. Η Ελλάδα κέρδιζε διαχρονικά όταν ήταν ισχυρή στο εσωτερικό της και μιλούσε τη γλώσσα των συμφερόντων με τις Μεγάλες Δυνάμεις. Τώρα είμαστε στο ναδίρ μας εσωτερικά και αδυνατούμε να παίξουμε ρόλο διεθνώς. Ας μην θυμώνουμε, και ας δούμε τι φταίει.

πηγή: kathimerini.gr

Με τη γλώσσα των συμφερόντων

Με τη γλώσσα των συμφερόντων

Του Αλεξη Παπαχελα

Είμαστε ένας βαθιά συναισθηματικός λαός και συχνά κάνουμε το λάθος να πιστεύουμε πως και η εξωτερική πολιτική μπορεί να χαράσσεται βάσει... συναισθημάτων. Εχουμε ακόμη την ψευδαίσθηση πως υπάρχει ένα ατέλειωτο απόθεμα φιλελληνισμού στη Γερμανία, στην Αμερική, στη Γαλλία στο οποίο μπορούμε να στηριζόμαστε όποτε τα βρίσκουμε δύσκολα. Ας τελειώνει αυτή η ψευδαίσθηση, δεν υπάρχουν φιλέλληνες και ανθέλληνες στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ ή την Καγκελαρία, αλλά υπηρεσιακοί παράγοντες οι οποίοι φροντίζουν πρωτίστως τα συμφέροντα της χώρας τους.

Κάποια στιγμή θα πρέπει δε να αντιληφθούμε πως κακώς περιμένουμε τον σωτήρα που θα μας σώσει από το δημοσιονομικό αδιέξοδο με την έκδοση του εωρο-ομολόγου ή τον Αμερικανό πρόεδρο που θα μας δώσει την ίδια σημασία με την Τουρκία. Ο Γερμανός φορολογούμενος δεν θα συναινέσει εύκολα στη στήριξη της Ελλάδος όταν διαπιστώνει τα καλοκαίρια πως πρόκειται για μια χώρα που δεν παράγει τίποτα, αλλά έχει εθιστεί σε ένα αφύσικα υψηλό επίπεδο ζωής. Αντιλαμβάνεται πως οι «Καγιέν» που κυκλοφορούν στην Ελλάδα είναι προϊόν κλοπών και μιζών από τα ατέλειωτα κοινοτικά πακέτα που ο ίδιος χρηματοδότησε με τους φόρους του. Ο Γερμανός αξιωματούχος πάλι ενδιαφέρεται να πουλήσει πολεμικά αεροσκάφη και ενοχλείται από τις συνεχείς υποσχέσεις που δεν αποκτούν ποτέ αντίκρισμα.

Οσο για τους Αμερικανούς έχουν πάρει το μήνυμα, με πολλούς τρόπους, πως δεν είναι ιδιαιτέρως καλοδεχούμενοι στην Ελλάδα και πως καμία –μη αυτοκτονική– κυβέρνηση δεν θέλει να «παίξει μαζί τους». Η Ελλάδα εμφανίζεται, στα μάτια τους, να «γκρινιάζει» για θέματα ήσσονος γεωπολιτικής σημασίας, χωρίς όμως να θέλει να δώσει και ανταλλάγματα για την αμερικανική στήριξη. Ο Ομπάμα, και ο κάθε Ομπάμα, διαβάζει τις σχετικές εισηγήσεις των υπηρεσιακών παραγόντων και επικεντρώνεται σε μια Τουρκία που έχει μείζονα γεωπολιτική σημασία, παίζει καταλυτικό ρόλο λόγω της θέσης της σε σχέση με το Ιράκ, το Ιράν και το Μεσανατολικό και που ξέρει να ξεχωρίζει τον αντιαμερικανισμό της από τις σοβαρές μπίζνες.

Πραγματικοί φιλέλληνες υπήρχαν όταν ήμασταν ο ξυπόλυτος λαός που τα έβαζε με μια άρρωστη παραπαίουσα αυτοκρατορία. Κανείς δεν μας παίρνει σοβαρά επειδή τυχαίνει να βρίσκεται ο Παρθενώνας στην πρωτεύουσά μας, τον οποίο μάλιστα φροντίζουμε να κρατάμε κλειστό με κάθε ευκαιρία. Η Ελλάδα κέρδιζε διαχρονικά όταν ήταν ισχυρή στο εσωτερικό της και μιλούσε τη γλώσσα των συμφερόντων με τις Μεγάλες Δυνάμεις. Τώρα είμαστε στο ναδίρ μας εσωτερικά και αδυνατούμε να παίξουμε ρόλο διεθνώς. Ας μην θυμώνουμε, και ας δούμε τι φταίει.

πηγή: kathimerini.gr

Το τέλος της ανεργίας

Το τέλος της ανεργίας

Tου Πασχου Μανδραβελη

Μια αθόρυβη επανάσταση γίνεται αυτό τον καιρό στον τομέα της εργασίας. Εμφανίζεται στον τομέα του λογισμικού, όπου νέα παιδιά φτιάχνουν εφαρμογές για κινητά τηλέφωνα και υπολογιστές και τα βγάζουν στην αγορά, πολλές φορές με μεγάλη επιτυχία. Οπως έγραφε η εφημερίδα «Times» την περασμένη εβδομάδα, «από τον Ιούλιο του 2008, όταν η Αpple παρουσίασε το μοντέλο 3G της iΡhone, δημιουργήθηκε μια νέα αγορά (...) Μέσα σε ένα χρόνο, όμως, έχουν καταγραφεί περίπου 1 δισεκατομμύριο κατεβάσματα από τις 30.000 εφαρμογές που υπάρχουν».

Αυτό αποτελεί μια νέα μορφή εργασίας - επιχειρηματικότητας, αλλάζοντας τις παραμέτρους που έκαναν τον Τζέρεμι Ρίφκιν απαισιόδοξο. Η τεχνολογία, έγραφε πριν από χρόνια στο πολύκροτο βιβλίο του «Το Τέλος της Εργασίας», «κάνει την ανθρώπινη εργασία να μοιάζει απαρχαιωμένη. Οσο περισσότερο αυτοματοποιημένη είναι μια κοινωνία, τόσο λιγότερη δουλειά θα έχουν οι άνθρωποι».

Γράφαμε και παλιότερα ότι ο Ρίφκιν είχε δίκιο για το «τέλος της εργασίας» στην περίπτωση που εκτείνουμε γραμμικά τις σημερινές τάσεις. «Μια οικονομία που δεν θα βασίζεται σχεδόν καθόλου σε εργαζομένους είναι εντός προοπτικής», υποστήριξε. Εδώ όμως υπάρχουν ενστάσεις.

Η πρώτη έχει να κάνει με το γεγονός ότι η κοινωνία και η οικονομία είναι χαοτικά συστήματα. Δεν λειτουργούν γραμμικά, με βάση την ευθεία που τραβά ένα ανθρώπινο χέρι. Δεν μας επιτρέπεται να επιχειρούμε ασφαλείς προβλέψεις βασιζόμενοι στις τρέχουσες τάσεις. Η κοινωνία λειτουργεί με συνεχείς ανατροπές, μία εκ των οποίων σηματοδοτεί σήμερα τη μετάβαση στην οικονομία της πληροφορίας. Στην οικονομία αυτή, ο πυρήνας συνίσταται σε κάτι που δεν είναι απτό όπως το κεφάλαιο και δεν μπορούμε να το λογαριάσουμε κατά τον ίδιο τρόπο που μετράμε εργατοώρες.

Στην πραγματικότητα, η πληροφορία είναι ένας τομέας της οικονομίας, με τον οποίο δεν ξέρουμε ακόμη να συναλλασσόμαστε. Γνωρίζουμε μόνο ότι διαθέτει οικονομική αξία. Δεν ξέρουμε πώς να κοστολογήσουμε την αξία αυτή, και δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για παραγωγικότητα αναφορικά με την οικονομία της πληροφορίας. Οσες γνώσεις διαθέτουμε από τις έως σήμερα διατυπωθείσες οικονομικές θεωρίες, δεν βρίσκουν εφαρμογή στην οικονομία της πληροφορίας.

Μια περιορισμένου βεληνεκούς ανατροπή που βλέπουμε να συμβαίνει στο πλαίσιο της οικονομίας της πληροφορίας είναι το καθεστώς υπεργολαβίας στην εργασία. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στον τομέα των υψηλών τεχνολογιών που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους υπό καθεστώς αυτοαπασχόλησης. Διαθέτουν ένα συμβόλαιο με την επιχείρηση, αναλαμβάνουν ένα έργο, το φέρουν εις πέρας και τέλος πληρώνονται.

Αν προβάλλουμε αυτό το σχήμα στο μέλλον, κατ’ ουσίαν αναφερόμαστε σε μια νέα αγορά πληροφορίας. Υπεργολάβοι θα αγοράζουν πληροφορία με τη μορφή συνεχούς επιμόρφωσης και θα την πωλούν με τη μορφή προγραμμάτων - εργολαβιών σε εταιρείες. Εχουν τη δυνατότητα να πληρωθούν εφάπαξ είτε να συμμετάσχουν στα κέρδη. Κατά μία έννοια, θα συμμετέχουμε σε επιχειρήσεις, διαθέτοντας το δικό μας προσωπικό κεφάλαιο, που είναι το μυαλό μας.

Δεν πρόκειται για μια νέα μορφή εργασίας. Οι πρώτοι σπόροι προϋπάρχουν στην κοινωνία μας. Ας ρίξουμε μια ματιά στην ήδη υπάρχουσα οικονομία της πληροφορίας: για παράδειγμα, στην αγορά του βιβλίου και της μουσικής. Στην εποχή μας, συγγραφείς και μουσικοί εργάζονται ως ελεύθεροι επαγγελματίες. Επεξεργάζονται ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα, δημιουργούν μια αξία, και συμμετέχουν στα κέρδη, με τη μορφή δικαιωμάτων.

Οπότε μάλλον θα έπρεπε να μιλάμε για μια οικονομία χωρίς θέσεις εργασίας, αλλά όχι για μια οικονομία χωρίς εργασία. Ζούμε το τέλος της εργασίας, αλλά και το τέλος της ανεργίας. Η απασχόληση και η ανεργία είναι δύο όροι που δεν έχουν θέση στο μέλλον της εργασίας.

Προβλήματα και ευκαιρίες

Στο νέο αυτό τοπίο τα άτομα πρέπει να διαθέτουν ένα μίνιμουμ αρχικής πληροφορίας προκειμένου να συμμετάσχουν στη νέα οικονομία. Εάν υποθέσουμε ότι το σύνολο της πληροφορίας διατίθεται στην αγορά, αυτό σημαίνει ότι ορισμένα άτομα θα αποκλειστούν. Αυτό δεν θα είναι μόνο ανήθικο ή προβληματικό (γιατί τι θα κάνει με αυτούς τους ανθρώπους που εξαιρούνται από το οικονομικό γίγνεσθαι; Θα τους στείλει στην εξορία ή θα τους σκοτώσει;), αλλά θα είναι και παράλογο από την άποψη του συστήματος που θα δημιουργηθεί. Τα ανθρώπινα μυαλά θα είναι οι βιομηχανίες του μέλλοντος. Παράγουν αξία, οπότε δεν έχει κανείς τη δυνατότητα να προβεί σε αποκλεισμούς. Η κοινωνία οφείλει να μετέλθει τρόπους ώστε όλοι να αποτελούν μέρος της οικονομικής διαδικασίας.

Συνεπώς, μάλλον πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι για το συλλογικό μας μέλλον. Κρατάμε το κλειδί για την παραγωγή του μέλλοντος, που δεν είναι άλλο από το μυαλό μας. Η οικονομία του μέλλοντός μας χρειάζεται τον καθένα από εμάς ξεχωριστά, όχι με τον τρόπο που μας έχει ανάγκη η οικονομία με τις σημερινές δομές της - να περνάμε μερικές ώρες καθημερινά, έντεκα μήνες ετησίως, επί 35 έτη, σε ένα συγκεκριμένο μέρος, σε μια συγκεκριμένη εταιρεία, σε ένα γραφείο ή ανήλιαγο θαλαμίσκο. Η οικονομία του μέλλοντος θα έχει την ανάγκη όλων μας, με τη μορφή της αυτοαπασχόλησης. Θα χρειάζεται την εργασία μας, την οποία όμως δεν θα εμπορεύεται κατά τον ίδιο τρόπο που πράττει σήμερα. Η κοινωνία του μέλλοντός μας δεν θα διαθέτει θέσεις εργασίας, θα έχει όμως εργασία.

Ιnfo

- Τζέρεμι Ρίφκιν, «Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της», εκδ. Α. Α. Λιβάνη

- Chris Freeman, Luc Soete, «Εργασία για όλους, ή μαζική Ανεργία; Ο ρόλος της πληροφορικής στην τεχνολογική αλλαγή στο κατώφλι του 21ου αιώνα», εκδ. Θεμέλιο

πηγή: Kathimerini.gr

Το τέλος της ανεργίας

Το τέλος της ανεργίας

Tου Πασχου Μανδραβελη

Μια αθόρυβη επανάσταση γίνεται αυτό τον καιρό στον τομέα της εργασίας. Εμφανίζεται στον τομέα του λογισμικού, όπου νέα παιδιά φτιάχνουν εφαρμογές για κινητά τηλέφωνα και υπολογιστές και τα βγάζουν στην αγορά, πολλές φορές με μεγάλη επιτυχία. Οπως έγραφε η εφημερίδα «Times» την περασμένη εβδομάδα, «από τον Ιούλιο του 2008, όταν η Αpple παρουσίασε το μοντέλο 3G της iΡhone, δημιουργήθηκε μια νέα αγορά (...) Μέσα σε ένα χρόνο, όμως, έχουν καταγραφεί περίπου 1 δισεκατομμύριο κατεβάσματα από τις 30.000 εφαρμογές που υπάρχουν».

Αυτό αποτελεί μια νέα μορφή εργασίας - επιχειρηματικότητας, αλλάζοντας τις παραμέτρους που έκαναν τον Τζέρεμι Ρίφκιν απαισιόδοξο. Η τεχνολογία, έγραφε πριν από χρόνια στο πολύκροτο βιβλίο του «Το Τέλος της Εργασίας», «κάνει την ανθρώπινη εργασία να μοιάζει απαρχαιωμένη. Οσο περισσότερο αυτοματοποιημένη είναι μια κοινωνία, τόσο λιγότερη δουλειά θα έχουν οι άνθρωποι».

Γράφαμε και παλιότερα ότι ο Ρίφκιν είχε δίκιο για το «τέλος της εργασίας» στην περίπτωση που εκτείνουμε γραμμικά τις σημερινές τάσεις. «Μια οικονομία που δεν θα βασίζεται σχεδόν καθόλου σε εργαζομένους είναι εντός προοπτικής», υποστήριξε. Εδώ όμως υπάρχουν ενστάσεις.

Η πρώτη έχει να κάνει με το γεγονός ότι η κοινωνία και η οικονομία είναι χαοτικά συστήματα. Δεν λειτουργούν γραμμικά, με βάση την ευθεία που τραβά ένα ανθρώπινο χέρι. Δεν μας επιτρέπεται να επιχειρούμε ασφαλείς προβλέψεις βασιζόμενοι στις τρέχουσες τάσεις. Η κοινωνία λειτουργεί με συνεχείς ανατροπές, μία εκ των οποίων σηματοδοτεί σήμερα τη μετάβαση στην οικονομία της πληροφορίας. Στην οικονομία αυτή, ο πυρήνας συνίσταται σε κάτι που δεν είναι απτό όπως το κεφάλαιο και δεν μπορούμε να το λογαριάσουμε κατά τον ίδιο τρόπο που μετράμε εργατοώρες.

Στην πραγματικότητα, η πληροφορία είναι ένας τομέας της οικονομίας, με τον οποίο δεν ξέρουμε ακόμη να συναλλασσόμαστε. Γνωρίζουμε μόνο ότι διαθέτει οικονομική αξία. Δεν ξέρουμε πώς να κοστολογήσουμε την αξία αυτή, και δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για παραγωγικότητα αναφορικά με την οικονομία της πληροφορίας. Οσες γνώσεις διαθέτουμε από τις έως σήμερα διατυπωθείσες οικονομικές θεωρίες, δεν βρίσκουν εφαρμογή στην οικονομία της πληροφορίας.

Μια περιορισμένου βεληνεκούς ανατροπή που βλέπουμε να συμβαίνει στο πλαίσιο της οικονομίας της πληροφορίας είναι το καθεστώς υπεργολαβίας στην εργασία. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στον τομέα των υψηλών τεχνολογιών που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους υπό καθεστώς αυτοαπασχόλησης. Διαθέτουν ένα συμβόλαιο με την επιχείρηση, αναλαμβάνουν ένα έργο, το φέρουν εις πέρας και τέλος πληρώνονται.

Αν προβάλλουμε αυτό το σχήμα στο μέλλον, κατ’ ουσίαν αναφερόμαστε σε μια νέα αγορά πληροφορίας. Υπεργολάβοι θα αγοράζουν πληροφορία με τη μορφή συνεχούς επιμόρφωσης και θα την πωλούν με τη μορφή προγραμμάτων - εργολαβιών σε εταιρείες. Εχουν τη δυνατότητα να πληρωθούν εφάπαξ είτε να συμμετάσχουν στα κέρδη. Κατά μία έννοια, θα συμμετέχουμε σε επιχειρήσεις, διαθέτοντας το δικό μας προσωπικό κεφάλαιο, που είναι το μυαλό μας.

Δεν πρόκειται για μια νέα μορφή εργασίας. Οι πρώτοι σπόροι προϋπάρχουν στην κοινωνία μας. Ας ρίξουμε μια ματιά στην ήδη υπάρχουσα οικονομία της πληροφορίας: για παράδειγμα, στην αγορά του βιβλίου και της μουσικής. Στην εποχή μας, συγγραφείς και μουσικοί εργάζονται ως ελεύθεροι επαγγελματίες. Επεξεργάζονται ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα, δημιουργούν μια αξία, και συμμετέχουν στα κέρδη, με τη μορφή δικαιωμάτων.

Οπότε μάλλον θα έπρεπε να μιλάμε για μια οικονομία χωρίς θέσεις εργασίας, αλλά όχι για μια οικονομία χωρίς εργασία. Ζούμε το τέλος της εργασίας, αλλά και το τέλος της ανεργίας. Η απασχόληση και η ανεργία είναι δύο όροι που δεν έχουν θέση στο μέλλον της εργασίας.

Προβλήματα και ευκαιρίες

Στο νέο αυτό τοπίο τα άτομα πρέπει να διαθέτουν ένα μίνιμουμ αρχικής πληροφορίας προκειμένου να συμμετάσχουν στη νέα οικονομία. Εάν υποθέσουμε ότι το σύνολο της πληροφορίας διατίθεται στην αγορά, αυτό σημαίνει ότι ορισμένα άτομα θα αποκλειστούν. Αυτό δεν θα είναι μόνο ανήθικο ή προβληματικό (γιατί τι θα κάνει με αυτούς τους ανθρώπους που εξαιρούνται από το οικονομικό γίγνεσθαι; Θα τους στείλει στην εξορία ή θα τους σκοτώσει;), αλλά θα είναι και παράλογο από την άποψη του συστήματος που θα δημιουργηθεί. Τα ανθρώπινα μυαλά θα είναι οι βιομηχανίες του μέλλοντος. Παράγουν αξία, οπότε δεν έχει κανείς τη δυνατότητα να προβεί σε αποκλεισμούς. Η κοινωνία οφείλει να μετέλθει τρόπους ώστε όλοι να αποτελούν μέρος της οικονομικής διαδικασίας.

Συνεπώς, μάλλον πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι για το συλλογικό μας μέλλον. Κρατάμε το κλειδί για την παραγωγή του μέλλοντος, που δεν είναι άλλο από το μυαλό μας. Η οικονομία του μέλλοντός μας χρειάζεται τον καθένα από εμάς ξεχωριστά, όχι με τον τρόπο που μας έχει ανάγκη η οικονομία με τις σημερινές δομές της - να περνάμε μερικές ώρες καθημερινά, έντεκα μήνες ετησίως, επί 35 έτη, σε ένα συγκεκριμένο μέρος, σε μια συγκεκριμένη εταιρεία, σε ένα γραφείο ή ανήλιαγο θαλαμίσκο. Η οικονομία του μέλλοντος θα έχει την ανάγκη όλων μας, με τη μορφή της αυτοαπασχόλησης. Θα χρειάζεται την εργασία μας, την οποία όμως δεν θα εμπορεύεται κατά τον ίδιο τρόπο που πράττει σήμερα. Η κοινωνία του μέλλοντός μας δεν θα διαθέτει θέσεις εργασίας, θα έχει όμως εργασία.

Ιnfo

- Τζέρεμι Ρίφκιν, «Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της», εκδ. Α. Α. Λιβάνη

- Chris Freeman, Luc Soete, «Εργασία για όλους, ή μαζική Ανεργία; Ο ρόλος της πληροφορικής στην τεχνολογική αλλαγή στο κατώφλι του 21ου αιώνα», εκδ. Θεμέλιο

πηγή: Kathimerini.gr

Το «παραμύθι» τελείωσε

Το «παραμύθι» τελείωσε

Tου Αλεξη Παπαχελα

Kάθε λαός, και ιδιαίτερα ένας συναισθηματικός και γεμάτος ιστορία λαός, χρειάζεται ένα «εθνικό παραμύθι» που θα τον ενώνει και θα τον κινητοποιεί. Οταν νιώθει αυτοπεποίθηση και τη δύναμη της εξωστρέφειας, το «παραμύθι» έχει τη μορφή του στόχου. Κάποτε ήταν η Μεγάλη Ιδέα, ακολούθησαν ο πόλεμος και η ανοικοδόμηση από τα ερείπια του πολέμου και του εμφυλίου, η αποκατάσταση της Δημοκρατίας μετά τη χούντα, η ένταξή μας στην ΕΟΚ και μετά στην Ευρωζώνη, η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων και μετά... μείναμε από εθνικούς στόχους. Τη δημοκρατία τη διασφαλίσαμε πέραν πάσης αμφιβολίας, στα πιο κλειστά κλαμπ της Ευρώπης ανήκουμε. Και όμως δεν είμαστε ευχαριστημένοι αλλά και δεν μπορούμε να βρούμε τι μας φταίει, τι και πώς πρέπει να αλλάξει.

Αναρωτιέμαι καμιά φορά μήπως η συλλογική μας αμηχανία έχει να κάνει με το γεγονός πως αυτή τη φορά δεν μας φταίει κανείς άλλος για τα όποια δεινά του τόπου ούτε και μπορούμε να βρούμε τη «σωτηρία» κάπου αλλού. Για να το πω με άλλα λόγια, είμαστε μόνοι μας τώρα με τον εαυτό μας απέναντι και πρέπει να αποφασίσουμε αν αντέχουμε να αλλάξουμε. Δεν φταίνε ούτε οι Αμερικάνοι ούτε οι Τούρκοι για τα διαλυμένα μας πανεπιστήμια, για τη διαφθορά στην οποία συμμετέχει ένα τεράστιο ποσοστό του ελληνικού λαού εμμέσως ή αμέσως, για την κακή ποιότητα και ανεπάρκεια του πολιτικού μας προσωπικού, για την απαράδεκτη ποιότητα του τηλεκαφενείου μας, για το σκουριασμένο και ανίκανο Δημόσιο ή για την επίσης διαλυμένη αστυνομία.

Ολα αυτά εμείς μόνοι μας τα καταφέραμε και μας βόλεψαν για ένα μεγάλο διάστημα. Τώρα όμως ήλθε μια διεθνής κρίση αλλά και το απόλυτο ξεχαρβάλωμα βασικών θεσμών και έφεραν στο προσκήνιο όλες τις παθογένειες που εντέχνως κρύβαμε κάτω από το χαλί από το 1974 και μετά. Μας φαίνεται «βουνό» αυτό που έχουμε απέναντί μας. Δεν είναι απλά πολλά αυτά που βλέπουμε ότι πρέπει να αλλάξουν, είναι συμπεριφορές και συνήθειες στις οποίες έχει εθιστεί το σκοτεινό κομμάτι του Ελληνα.

Υπάρχει όμως και κάτι άλλο, σοβαρό. Για να πάμε μπροστά σαν χώρα θα χρειασθεί μια εθνική συνεννόηση ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα ή τουλάχιστον ανάμεσα στα κομμάτια των δύο αυτών κομμάτων που πιστεύουν στην ανάγκη περαιτέρω εκσυγχρονισμού της χώρας. Η πρόσφατη ιστορία έχει δυστυχώς αποδείξει πως δύσκολα ένα κόμμα μόνο του επιχειρεί γενναίες μεταρρυθμίσεις. Ο κ. Σημίτης δεν τόλμησε να πειράξει τη διαφθορά και την παιδεία γιατί ήξερε ότι θα βρει το βαθύ ΠΑΣΟΚ απέναντί του. Ο κ. Παπανδρέου «πρόδωσε» τη δύσκολη ώρα τις πραγματικές του απόψεις για την παιδεία γιατί φοβήθηκε τον κ. Βενιζέλο και τους άλλους οπαδούς του ελληνικού στάτους κβο εντός του κόμματος. Ο κ. Καραμανλής δεν τόλμησε αυτά που έπρεπε το 2004 γιατί φοβήθηκε το πολιτικό κόστος. Τώρα πια όμως γίνεται σαφές σε όλους μας πως δεν πάει άλλο. Ή θα κολυμπήσουμε ή θα βουλιάξουμε.

Το ΠΑΣΟΚ κάνει το λάθος να κλείνει το μάτι στον ψηφοφόρο και να του υπόσχεται με τον τρόπο του πως θα διατηρήσει το σημερινό του στάτους κβο. Πρόκειται για δοκιμασμένη πολιτική, η οποία όμως θα αποτύχει γιατί απλά δεν μπορεί να επαληθευθεί. Η κοινή γνώμη γρήγορα θα αντιληφθεί πως η υπόσχεση ήταν αβάσιμη και θα αρχίσει να αντιδρά.

Για να πάμε παρακάτω ως χώρα απαιτείται συναίνεση σε θέματα που έχουν μεγάλο πολιτικό κόστος, αλλαγές που θα ξεβολέψουν ισχυρά συμφέροντα ή καλά οχυρωμένες συντεχνίες. Αυτό θα συμβεί μόνο αν το εκλογικό σώμα αναγκάσει τα δύο μεγάλα κόμματα να συνεργασθούν ή αν τα ίδια αντιληφθούν κάποια στιγμή πως δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα μόνα τους.

πηγή: Kathimerini.gr

Το «παραμύθι» τελείωσε

Το «παραμύθι» τελείωσε

Tου Αλεξη Παπαχελα

Kάθε λαός, και ιδιαίτερα ένας συναισθηματικός και γεμάτος ιστορία λαός, χρειάζεται ένα «εθνικό παραμύθι» που θα τον ενώνει και θα τον κινητοποιεί. Οταν νιώθει αυτοπεποίθηση και τη δύναμη της εξωστρέφειας, το «παραμύθι» έχει τη μορφή του στόχου. Κάποτε ήταν η Μεγάλη Ιδέα, ακολούθησαν ο πόλεμος και η ανοικοδόμηση από τα ερείπια του πολέμου και του εμφυλίου, η αποκατάσταση της Δημοκρατίας μετά τη χούντα, η ένταξή μας στην ΕΟΚ και μετά στην Ευρωζώνη, η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων και μετά... μείναμε από εθνικούς στόχους. Τη δημοκρατία τη διασφαλίσαμε πέραν πάσης αμφιβολίας, στα πιο κλειστά κλαμπ της Ευρώπης ανήκουμε. Και όμως δεν είμαστε ευχαριστημένοι αλλά και δεν μπορούμε να βρούμε τι μας φταίει, τι και πώς πρέπει να αλλάξει.

Αναρωτιέμαι καμιά φορά μήπως η συλλογική μας αμηχανία έχει να κάνει με το γεγονός πως αυτή τη φορά δεν μας φταίει κανείς άλλος για τα όποια δεινά του τόπου ούτε και μπορούμε να βρούμε τη «σωτηρία» κάπου αλλού. Για να το πω με άλλα λόγια, είμαστε μόνοι μας τώρα με τον εαυτό μας απέναντι και πρέπει να αποφασίσουμε αν αντέχουμε να αλλάξουμε. Δεν φταίνε ούτε οι Αμερικάνοι ούτε οι Τούρκοι για τα διαλυμένα μας πανεπιστήμια, για τη διαφθορά στην οποία συμμετέχει ένα τεράστιο ποσοστό του ελληνικού λαού εμμέσως ή αμέσως, για την κακή ποιότητα και ανεπάρκεια του πολιτικού μας προσωπικού, για την απαράδεκτη ποιότητα του τηλεκαφενείου μας, για το σκουριασμένο και ανίκανο Δημόσιο ή για την επίσης διαλυμένη αστυνομία.

Ολα αυτά εμείς μόνοι μας τα καταφέραμε και μας βόλεψαν για ένα μεγάλο διάστημα. Τώρα όμως ήλθε μια διεθνής κρίση αλλά και το απόλυτο ξεχαρβάλωμα βασικών θεσμών και έφεραν στο προσκήνιο όλες τις παθογένειες που εντέχνως κρύβαμε κάτω από το χαλί από το 1974 και μετά. Μας φαίνεται «βουνό» αυτό που έχουμε απέναντί μας. Δεν είναι απλά πολλά αυτά που βλέπουμε ότι πρέπει να αλλάξουν, είναι συμπεριφορές και συνήθειες στις οποίες έχει εθιστεί το σκοτεινό κομμάτι του Ελληνα.

Υπάρχει όμως και κάτι άλλο, σοβαρό. Για να πάμε μπροστά σαν χώρα θα χρειασθεί μια εθνική συνεννόηση ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα ή τουλάχιστον ανάμεσα στα κομμάτια των δύο αυτών κομμάτων που πιστεύουν στην ανάγκη περαιτέρω εκσυγχρονισμού της χώρας. Η πρόσφατη ιστορία έχει δυστυχώς αποδείξει πως δύσκολα ένα κόμμα μόνο του επιχειρεί γενναίες μεταρρυθμίσεις. Ο κ. Σημίτης δεν τόλμησε να πειράξει τη διαφθορά και την παιδεία γιατί ήξερε ότι θα βρει το βαθύ ΠΑΣΟΚ απέναντί του. Ο κ. Παπανδρέου «πρόδωσε» τη δύσκολη ώρα τις πραγματικές του απόψεις για την παιδεία γιατί φοβήθηκε τον κ. Βενιζέλο και τους άλλους οπαδούς του ελληνικού στάτους κβο εντός του κόμματος. Ο κ. Καραμανλής δεν τόλμησε αυτά που έπρεπε το 2004 γιατί φοβήθηκε το πολιτικό κόστος. Τώρα πια όμως γίνεται σαφές σε όλους μας πως δεν πάει άλλο. Ή θα κολυμπήσουμε ή θα βουλιάξουμε.

Το ΠΑΣΟΚ κάνει το λάθος να κλείνει το μάτι στον ψηφοφόρο και να του υπόσχεται με τον τρόπο του πως θα διατηρήσει το σημερινό του στάτους κβο. Πρόκειται για δοκιμασμένη πολιτική, η οποία όμως θα αποτύχει γιατί απλά δεν μπορεί να επαληθευθεί. Η κοινή γνώμη γρήγορα θα αντιληφθεί πως η υπόσχεση ήταν αβάσιμη και θα αρχίσει να αντιδρά.

Για να πάμε παρακάτω ως χώρα απαιτείται συναίνεση σε θέματα που έχουν μεγάλο πολιτικό κόστος, αλλαγές που θα ξεβολέψουν ισχυρά συμφέροντα ή καλά οχυρωμένες συντεχνίες. Αυτό θα συμβεί μόνο αν το εκλογικό σώμα αναγκάσει τα δύο μεγάλα κόμματα να συνεργασθούν ή αν τα ίδια αντιληφθούν κάποια στιγμή πως δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα μόνα τους.

πηγή: Kathimerini.gr

Πέμπτη

Albert Szent Gyorgyi

Ανακάλυψη είναι να δεις κάτι που όλοι βλέπουν και να σκεφτείς κάτι που κανένας δεν είχε σκεφτεί.

Albert Szent Gyorgyi

Ανακάλυψη είναι να δεις κάτι που όλοι βλέπουν και να σκεφτείς κάτι που κανένας δεν είχε σκεφτεί.

paizein.gr

paizein.gr
Παιδία Παίζειν

On Line Now !

Ενημέρωση των blogs....